Λογοτεχνία

Κωνσταντίνος Καρυωτάκης

Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.

Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.

Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κι εσφάλισε - οϊμένανε! - για πάντ' αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν' ελπίδες μόνο,

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!


ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
  ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ


Οδυσσέα Ελύτη

    Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν    ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες
στη λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρ-
δος Παραδείσου    Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον
είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπρι-
ζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώ-
πους    κι έβγανε απ' όλους    Έναν     που του χαμογελούσε    τον
Αληθινόν    που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλί-
σουν μέσα της όλα τα δελφίνια    Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο
Θεός    κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν
και να φεύγουν    Και μια νύχτα    θυμάται    σ' ώρα μεγάλης τρικυ-
μίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη    μα δεν έστερ-
ξε να του σταθεί
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

II
Θεέ μου και τώρα τι    Που 'χε με χίλιους να παλέψει    χώρια με τη
μοναξιά του    ποιος    αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολά-
κερης της γης να ξεδιψάσει    τι
Που όλα του τα 'χαν πάρει    Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσή-
μερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδη-
χτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα    που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κορι-
τσιού    μεσάνυχτα    να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του
φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη
θάλασσα...)
Μεσημέρι από νύχτα    Και μήτ' ένας πλάι του    Μονάχα οι λέξεις
του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Και αντίκρυ    σ' όλο των τειχών το μάκρος    μυρμηκιά οι χυμένες
μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!»    φώναξε κι όρμησε
μες στο σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Και αμέσως ένιωσε    ξεκινημένη από μακριά    η στερνή χλωμάδα
να τον κυριε

 III
Τώρα    καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγο-
ρα    οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα-
κόκκινες απ' τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κά-
θε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι' άλλων καιρών    πιο μακρινών    το εικόνισμα
Κόρες παρθένες    φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο    τα κλωνάρια
Του 'φερναν    Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε    στη μεγάλη κα-
ταβόθρα να καταποντίζονται    πλώρες μαύρων καραβιών    τ' αρχαία
και καπνισμένα ξύλα    όθε    με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο-
μήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα    σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα    θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του    άσπαστη    κειτάμενος
                                                                      Αυτός
                                                        ο τελευταίος Έλληνας!


Ο τελευταίος Παλαιολόγος

Γεώργιος Βιζυηνός (1882)

- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!



Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως

W. Wagner (έκδ.),
Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149.
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·
 [. . .]
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε.
 [. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης



Δημώδες

Κλάψετ' αδέλφια Χριστιανοί
και μαύρα να ντυθείτε.
Τον βασιλιά μας σκότωσαν,
αυτόν τον Παλαιολόγο
Που 'χε καρδιά του λιονταριού
και δύναμη του δράκου.
Τρεξετ' αδέλφια Χριστιανοί,
στον άγιο Πατριάρχη,
Να 'ρθη με τ'άγια θυμιατά,
να κάνουμε το ξόδι