"Τὸν
καιρὸ ποὺ δούλευα στὸν Μυστρᾶ, τύχαινε πολλὲς φορὲς νὰ βρεθῶ μοναχὸς
μέσα στὴν Περίβλεπτο. Τ᾿ ἀπόγεμα ἡ ἐκκλησία σκοτείνιαζε κι ἀγρίευε. Ἀπὸ
πάνου ἀπὸ τὴν σκαλωσιὰ ἄκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θὰ περπατᾷ»,
συλλογιζόμουνα, καὶ γύριζα τὸ κεφάλι μου πάντα κατὰ τὸ μέρος ποὺ
στεκόντανε ζωγραφισμένοι οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ πολεμάρχοι.